- χθαμαλοπτήτης
- ὁ, Α(για είδος γερακιού) αυτός που πετά χαμηλά, χθαμαλοπετής*.[ΕΤΥΜΟΛ. < χθαμαλός + -πτήτης < θ. πτη- (< ρίζα πετᾱ- τού πέτομαι*, με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, πρβλ. πτῆ-σις) + κατάλ. -της*].
Dictionary of Greek. 2013.